Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
-ές (AM ἀστεροειδής, -ές)ο όμοιος με αστέρανεοελλ.ο γεμάτος αστέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ (-έρος) + -ειδής < είδος].