αστροδίφης

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

ἀστροδίφης, ο (Α)
ο αστρονόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -δίφης < διφώ (-άω) «ζητώ, ερευνώ»].