αστυάναξ

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

ἀστυάναξ (-ακτος), ο (AM)
μσν.
(σε άσεμνο λογοπαίγνιο) άστυτος
αρχ.
1. ο άναξ του άστεως, ο αφέντης, ο προστάτης της πόλης
2. (στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) ο γιος του Έκτορος και της Ανδρομάχης.