αστόχαστος

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀστόχαστος, -ον)
νεοελλ.
1. απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος
2. απρόσεχτος, αδέξιος
3. αμέριμνος, ξένοιαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι σκόπιμος
2. ο απρόβλεπτος
3. όποιος δεν πετυχαίνει τον στόχο.