ασυνταξία
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
η (AM ἀσυνταξία) ασύντακτος
γραμματική και συντακτική ανωμαλία
αρχ.
απειθαρχία.