ἀσυνταξία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A incapacity of entering into construction, A.D.Pron.14.3, Synt.304.24; irregularity, Choerob.in Theod.2p.18H.
II disorder, indiscipline, App.BC2.20, Gall. 15.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 desorden, falta de disciplina ἀ. τῆς πολιτείας App.BC 2.20, σκεδάσας τοὺς πολλοὺς ἐν ἀσυνταξίᾳ App.Gall.15, θαυμάζω ἐπὶ τῇ [ἀσυ] νταξίᾳ σου Papyrusbriefe 47.3 (I d.C.).
2 gram. mala construcción τὸ αἴτιον τῆς ἀσυνταξίας A.D.Synt.304.24, cf. Pron.14.3
•anomalía, irregularidad de una forma δι' ἀσυνταξίαν ... τῆς Μόψοπος γενικῆς ἡ εὐθεῖα ἐπιλιμπάνει Choerob.in Theod.2p.18.
German (Pape)
[Seite 381] ἡ, Unordnung, Verwirrung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνταξία: ἡ, ἀταξία, σύγχυσις, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 16Α· ἀνωμαλία, Χοιροβ. 2. 488.
Greek Monolingual
η (AM ἀσυνταξία) ασύντακτος
γραμματική και συντακτική ανωμαλία
αρχ.
απειθαρχία.