ἀσυνταξία

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνταξία Medium diacritics: ἀσυνταξία Low diacritics: ασυνταξία Capitals: ΑΣΥΝΤΑΞΙΑ
Transliteration A: asyntaxía Transliteration B: asyntaxia Transliteration C: asyntaksia Beta Code: a)suntaci/a

English (LSJ)

ἡ,
A incapacity of entering into construction, A.D.Pron.14.3, Synt.304.24; irregularity, Choerob.in Theod.2p.18H.
II disorder, indiscipline, App.BC2.20, Gall. 15.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 desorden, falta de disciplina ἀ. τῆς πολιτείας App.BC 2.20, σκεδάσας τοὺς πολλοὺς ἐν ἀσυνταξίᾳ App.Gall.15, θαυμάζω ἐπὶ τῇ [ἀσυ] νταξίᾳ σου Papyrusbriefe 47.3 (I d.C.).
2 gram. mala construcción τὸ αἴτιον τῆς ἀσυνταξίας A.D.Synt.304.24, cf. Pron.14.3
anomalía, irregularidad de una forma δι' ἀσυνταξίαν ... τῆς Μόψοπος γενικῆς ἡ εὐθεῖα ἐπιλιμπάνει Choerob.in Theod.2p.18.

German (Pape)

[Seite 381] ἡ, Unordnung, Verwirrung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνταξία: ἡ, ἀταξία, σύγχυσις, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 16Α· ἀνωμαλία, Χοιροβ. 2. 488.

Greek Monolingual

η (AM ἀσυνταξία) ασύντακτος
γραμματική και συντακτική ανωμαλία
αρχ.
απειθαρχία.