ασύντακτος
From LSJ
Greek Monolingual
και -χτος, -η, -ο (AM ἀσύντακτος, -ον, Α και ἀξύν-) συντάσσω
1. ανοργάνωτος, άτακτος, ακατάστατος
2. (για στρατεύματα) αυτός που δεν έχει παραταχθεί για μάχη
3. (για λόγο ή κείμενο) που δεν τηρεί τους συντακτικούς κανόνες
νεοελλ.
για γραπτά κείμενα ή δημόσια έγγραφα) αυτός που δεν έχει ακόμη διατυπωθεί, ο άγραφτος
αρχ.
1. απειθάρχητος, ανυπότακτος
2. ασύμμετρος, δυσανάλογος
3. (για βιβλία) αυτός που δεν περιλαμβάνεται σε καταλόγους
4. αυτός που δεν είναι ισάξιος ή ισότιμος με κάποιον άλλον
5. αυτός που δεν έχει από πριν συντάξει τον λόγο του, απροετοίμαστος.