δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
η (Μ ἀσφάλισις)εξασφάλιση, ασφάλεια, σιγουριάνεοελλ.1. η ένωση προσώπων που είναι εκτεθειμένα σε ομοειδείς κινδύνους και έχουν αυτοτελείς αμοιβαίες αξιώσεις για ασφαλιστική παροχή.