Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ασφάλιση

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114

Greek Monolingual

η (Μ ἀσφάλισις)
εξασφάλιση, ασφάλεια, σιγουριά
νεοελλ.
1. η ένωση προσώπων που είναι εκτεθειμένα σε ομοειδείς κινδύνους και έχουν αυτοτελείς αμοιβαίες αξιώσεις για ασφαλιστική παροχή.