Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ατμοκίνητος

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που κινείται με ατμό ή ατμομηχανή («ατμοκίνητη μηχανή», «ατμοκίνητο εργοστάσιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + κινητός < κινώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].