κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
αὐθωρός, -όν (AM)
αυτός που γίνεται την ίδια στιγμή που μιλάμε, ξαφνικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + -ωρος < ώρα].