αυξητικός

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM αὐξητικός, -ή, -όν)
αυτός που συντελεί ή προκαλεί αύξηση, ανάπτυξη, επέκταση
αρχ.-μσν.
αυτός που έχει την τάση να αυξάνει, να μεγαλώνει
αρχ.
1. (ρητορ.) αυτός που επαυξάνει, που πλουτίζει τον λόγο
2. παραγωγικός.