αυτονομούμαι

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98

Greek Monolingual

(Α αὐτονομοῦμαι, -έομαι) αυτόνομος
είμαι ή γίνομαι αυτόνομος, ανεξάρτητος.