αφέτης

From LSJ

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀφέτης) αφίημι
νεοελλ.
ο εντεταλμένος να παραγγέλλει και να παρακολουθεί την εκκίνηση των δρομέων
αρχ.
ο αρμόδιος να εκσφενδονίζει στη μάχη πέτρες με ειδική μηχανή.