αφαίμαξη

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

η (AM ἀφαίμαξις) αφαιμάσσω
η αφαίρεση του αίματος για θεραπευτικούς σκοπούς
νεοελλ.
η απόσπαση μεγάλου ποσού χρημάτων με επιλήψιμα κυρίως μέσα.