αφαυρός

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

ἀφαυρός, -ά, -όν (Α)
1. ανίσχυρος, αδύνατος, αδύναμος, ασθενικός (συνήθως στον συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό)
2. (για τροφές) λιγότερο, πολύ λίγο θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι ο σχηματισμός της λ. αφαυρός οφείλεται σε συμφυρμό του αμαυρός και μιας σημασιολογικά συγγενούς λέξεως (πιθ. φαύλος ή φλαύρος). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται πιθ. με τα πιφαύσκω, φάος.