πιφαύσκω

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιφαύσκω Medium diacritics: πιφαύσκω Low diacritics: πιφαύσκω Capitals: ΠΙΦΑΥΣΚΩ
Transliteration A: piphaúskō Transliteration B: piphauskō Transliteration C: pifaysko Beta Code: pifau/skw

English (LSJ)

redupl. form of φαυ- (φαϝ-) (v. φάω), only pres. and impf., Act.and Med.; Ep.inf.
A πιφαυσκέμεν Od.11.442:—Ep.and Lyr. Verb (used also by A. in Act., v.infr.), make manifest, tell of, ἵπποι οὓς νῶϊν πίφαυσκε Δόλων Il.10.478; ἕκαστα λέγων ἑτάροισι πίφαυσκον Od. 12.165; θέσφατα π., ὅσα μήδεται… Ζεύς h.Merc.540; μειλίγματα βροτοῖς πιφαύσκων εἶπε A.Ch.279; proclaim, γᾷ ἐπισκήπτων πιφαύσκω B. 5.42: metaph., λαμπτὴρ ἡμερήσιον φάος πιφαύσκων showing forth, A. Ag.23; τιάρας φάλαρον π. exhibiting, Id.Pers.662 (lyr.): abs, ῥοίζησεν δ' ἄρα πιφαύσκων Διομήδεϊ making signal, Il.10.502.
2 declare, utter, μηδ' οἱ μῦθον… πιφαυσκέμεν Od.11.442; ἔπος πάντεσσι π. 22.131; πείρατα μύθων Emp.17.15.
3 c. acc. et inf., tell one to do, A.Eu. 620.
II Med., make manifest, show, ἀνθρώποισι π. τὰ ἃ κῆλα Il. 12.280, cf. 21.333; make known, disclose, ἀλλά τοι ἄλλον φῶτα π. Od. 15.518; οἷα Ζεὺς κακὰ ἔργα π. Il.15.97, cf. 16.12, Od.2.32,162, Hes. Th.655; ἄσχετα ἔργα πιφαύσκετο δημοτέροισιν A.R.3.606.
III later Pass., have told one, learn about, c. acc., Nic.Th.411, 637,725. [In Ep. πῑ- metri gr. in the first half of a hexam., Il.10.478,502, 18.500, h.Merc.540; in the latter half πῐ- (so always in Med.).]

German (Pape)

[Seite 622] (reduplleirte Form von φαω, vrwdt mit φάσκω, φημί), nur praes. u. imperf., erscheinen lassen, zeigen, ein Zeichen geben, τινί, Il. 10, 502; bes. durch Worte anzeigen, verkündigen; τί, H. h. Merc. 540, τινί τι, Il. 10, 578 Od. 11, 442. 12, 165; erklären, versichern, Il. 18, 200, ἔπεα ἀλλήλοισιν, ἔπ ος πάντεσσι, Worte, u einander zu Allen sprechen, 10. 22 O, d. 22, 181. 247; λαμπτὴρ φάος πιφαύσκων, Aesch. Ag. 23, Pers. 652 Ch. 277; auch = befehlen, βουλῇ πιφαύσκω δ' ὔμμ' ἐπισπέσθαι πατρός, Eum. 590. – Eben so im med.: πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα, zeigend, Il. 12, 280; πιφαύσκεο δὲ φλόγα πολλήν, d. i. leuchten lassen, 21, 333; h. Apoll. 444; bes. durch Worte bezeichnen, kenntlich machen, nachweisen, ἀλλά τοι ἄλλον φῶτα πιφαύσκομαι, Od. 15, 518; auch melden, erzählen, ankündigen, οἷα Ζεὺς κακὰ ἔργα πιφαύσκεται, Il. 15, 97, vgl. Od. 2, 32. 44; τινί τι, wie ἠέ τι Μυρμιδόνεσσι πιφαύσκεαι ἢ ἐμ οὶ αὐτῷ, Il. 16, 12. 21, 99 Od. 2, 162. 13, 37. 21, 305. 23. 202. – Bei, sp. D. auch = sich sagen lassen, dah. erfahren, vernehmen. – [Hom. braucht das ι in der ersten Hälfte des Hexameters vor der Penthemimeres immer lang, wie Il. 10, 478 (hier in Thesi). 502. 18, 500, h. Merc. 540, an welchen Stellen das act. steht; in der zweiten Hälfte des Hexameters nach der Penthemimeres, wo gew. das med. gebraucht ist, immer kurz; so auch bei Aesch. u. sp. D.]

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
I. faire briller, faire luire, acc.;
II. mettre au grand jour, d'où
1 faire un signe τινι à qqn;
2 faire voir ; fig. faire comprendre par la parole, expliquer, raconter, dire : ἔπεα ἀλλήλοισι IL s'adresser des paroles les uns aux autres ; abs. faire savoir, déclarer : τινί, à qqn ; avec la prop. inf. : ordonner que;
Moy. πιφαύσκομαι;
I. faire briller, faire luire, acc.;
II. montrer, faire voir, acc. ; fig. :
1 faire comprendre, expliquer, prouver;
2 déclarer, annoncer, acc.;
3 raconter : τινί τι qch à qqn.
Étymologie: R. ΦαϜ, briller, > φάος, avec redoubl. πι-φαϜ > πι-φαυ-.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιφαύσκω [~ φάος] ep. imperf. πίφαυσκον, med. 3 sing. πιφαύσκετο, imperat. med. πιφαύσκεο, ep. inf. πιφαυσκέμεν; aor. later ἔφαυσα; ook geschreven πιφασκ - visueel, act. en med. laten glanzen:; ἡμερήσιον φάος πιφαύσκων die daglicht laat schijnen Aeschl. Ag. 23; med..; πιφαύσκεο δὲ φλόγα πολλήν ontsteek een grote vlam Il. 21.333; zichtbaar maken, tonen:; ἀνθρώποισι πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα aan de mensen die projectielen van hem tonend Il. 12.280; βασιλείου τιήρας φάλαρον πιφαύσκων de punt van de koninklijke tiara tonend Aeschl. Pers. 662; abs. een teken geven:. πιφαύσκων Διομήδεϊ Diomedes een teken gevend Il. 10.502. verbaal, act. en med. vertellen, verkondigen, laten zien:; πιφαύσκων πείρατα μύθων toen ik het uiteindelijke punt van mijn leer verkondigde Emp. B 17.15; ἔπος πάντεσσι πιφαύσκων het verhaal aan allen vertellend Od. 22.131; med..; ἠέ τι Μυρμιδόνεσσι πιφαύσκεαι...; heb je iets te verkondigen aan de Myrmidoniërs? Il. 16.12; μή μοι ἄποινα πιφαύσκεο spreek me niet over een losprijs Il. 21.99; ἀλλά τοι ἄλλον φῶτα πιφαύσκομαι maar ik vertel je over een andere man Od. 15.518; abs. opdracht geven:. βουλῇ πιφαύσκω δ’ ὔμμ’ ἐπισπέσθαι πατρός ik draag jullie op, het raadsbesluit van mijn vader op te volgen Aeschl. Eum. 620.

Russian (Dvoretsky)

πῐφαύσκω: (ῑ и ῐ) (только praes. и impf.) тж. med.
1 являть, показывать (ἡμερήσιον φάος Aesch.);
2 указывать, назначать (ἵππους Hom.);
3 возвещать, объявлять (κακὰ ἔργα, μῦθόν τινι Hom.; θέσφατα HH): βουλῇ, πιφαύσκω δ᾽ ὔμμ᾽, ἐπισπέσθαι πατρός Aesch. повинуйтесь, говорю вам, воле отца.

Greek Monolingual

και, δ. ανάγν., πιφάσκω Α
(ποιητ. τ.) (στο έπος και στη λυρική ποίηση)
1. (το ενεργ
και το μέσ.) α) καθιστώ κάτι φανερό, φανερώνω
β) καθιστώ κάτι γνωστό, γνωστοποιώ, αποκαλύπτω («ἄσχετα ἔργα πιφαύσκετο δημοτέροισιν», Απολλ. Ρόδ.)
2. προκηρύσσω
3. εμφανίζω κάτι, επιδεικνύω
4. δηλώνω κάτι με λόγια, μιλώ («μὴ οἰ μῡθον... πιφαυσκέμεν», Ομ. Οδ.)
5. κάνω συνθηματικό νεύμα σε κάποιον
6. λέω σε κάποιον να κάνει κάτι, επιτάσσω, προστάζω
7. μτφ. (για τον ήλιο) παρέχω το φως, φέγγω
8. παθ. πιφαύσκομαι
ακούω, μαθαίνω, πληροφορούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το θ. φαF- της λ. φάος / φῶς (βλ. λ. φως) και εμφανίζει ενεστωτικό διπλασιασμό και επίθημα -σκω, το οποίο απαντά συχνά σε διπλασιασμένα ρ. (πρβλ. μι-μνή-σκω, τιτρώ-σκω κ.λπ.)].

Greek Monotonic

πιφαύσκω: αναδιπλ. τύπος από √ΦΑ του φαίνω, μόνο στον ενεστ. και παρατ.· Επικ. απαρ. πιφαυσκέμεν·
I. 1. κάνω διακήρυξη, δηλώνω, υποδεικνύω, σε Όμηρ., Αισχύλ.· απόλ., πιφαύσκων Διομήδεϊ, στέλνω σήμα σ' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.
2. προφέρω λόγους, διακηρύσσω, εξιστορώ, μῦθον ἔπεα, σε Ομήρ. Οδ.
3. με αιτ. και απαρ., λέω σε κάποιον να πράξει, σε Αισχύλ.
II. Μέσ., διακηρύσσω, κάνω επίσημη και δημόσια δήλωση, σε Ομήρ. Ιλ.· ορίζω, γνωστοποιώ, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

πιφαύσκω: μετ’ ἀναδιπλ. τύπος τῆς √ΦΑ (ἴδε ἐν λ. *φάω), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐνεργ. καὶ μέσ.: Ἐπικ. ἀπαρ. πιφαυσκέμεν Ὀδ. Λ. 442. Ἐπικ. ῥῆμα (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν τῷ ἐνεργ.), ποιῶ τι δῆλον, δηλῶ, φανερώνω, λέγω, κηρύττω, προσημαίνω, ἵππους, οὓς νῶιν πίφαυσκε Δόλων Ἰλ. Κ. 478· ἕκαστα λέγων ἑτάροισι πίφαυσκον Ὀδ. Μ. 165· θέσφατα π., ὅσα μήδεται... Ζεὺς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 540· μειλίγματα βροτοῖς πιφαύσκων εἶπε Αἰσχύλ. Χο. 279· ― μεταφορ., λαμπτὴρ πιφαύσκων ἡμερήσιον φάος, δεικνύων, ἐκπέμπων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 23· τιάρας φάλαρον π., ἐπιδεικνύς, Πέρσ. 661· ἀπολ., ῥοίζησεν δ’ ἄρα πιφαύσκων Διομήδεϊ, ποιῶν σημεῖον, Ἰλ. Κ. 502. 2) προβάλλω λόγους, διακηρύττω, λέγω, μὴ οἱ μῦθον... πιφαυσκέμεν Ὀδ. Λ. 442· ἔπος πάντεσσι π. Χ. 131, 247. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λέγω τινὶ νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 620. ΙΙ. Μέσ., δῆλον ποιῶ, φανερώνω, ἀνθρώποισι π. τὰ ἃ κῆλα Ἰλ. Μ. 280, πρβλ. Φ. 333· ποιῶ γνωστόν, δηλῶ, ἀποκαλύπτω, φανερώνω, ἀλλά τοι ἄλλον φῶτα π. Ὀδ. Ο. 518· οἷα Ζεὺς κακὰ ἔργα π. Ἰλ. Ο. 97, πρβλ. Π. 12, Ὀδ. Β. 32, 162, κτλ., Ἡσ. Θ. 655 (ἔνθα ὅμως εὕρηται πιφάσκεαι). ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως πιφαύσκομαι ὡς παθ., ἀκούω, μανθάνω, Νικ. Θ. 411, 637, 725. [πῑ- ἐν τῷ πρώτῳ ἡμίσει τοῦ ἑξαμέτρ. πρὸ τῆς πενθημιμεροῦς τομῆς, Ἰλ. Κ. 478, 502, Σ. 500, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 540· ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ ἡμίσει ἀείποτε πῐ-. Τὸ μέσ. φαίνεται ὅτι ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ δευτέρῳ μέρει, διὸ ἀείποτε πῐ-. Παρ’ Αἰσχύλ. ἀεὶ πῐ-· αὕτη δὲ εἶναι ἡ ἀληθὴς ποσότης τοῦ ι ἐν τοῖς μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύποις, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τοῦ δῐδάσκω, πῐπίσκω, τῐταίνω, τῐτύσκομαι, κτλ.

Middle Liddell

πι-φαύσκω, [redupl. form of !φα, Root of φαίνω only in pres. and imperf.]
I. to make manifest, declare, tell of, Hom., Aesch.: absol., πιφαύσκων Διομήδεϊ making signal to him, Il.
2. to set forth words, utter, μῦθον, ἔπεα Od.
3. c. acc. et inf. to tell one to do, Aesch.
II. Mid. to make manifest, Il.; to tell of, disclose, Hom., Hes.

Frisk Etymology German

πιφαύσκω: {piphaúskō}
See also: s. φάος.
Page 2,546

Frisk Etymological English

See also: s. φάος.