αφνειός

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

ἀφνειός, -όν και -ός, -ή, -όν και ἀφνεός, -ά, -όν) (Α)
1. εύπορος, πλούσιος
2. άφθονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άφενος, με κατάλ. -ιος. Δηλ. αντί αφενε(σ)-ιος, με συγκοπή του άτονου -ε- μεταξύ του -φ- και του -ν-. Ο τ. μαρτυρείται στον Όμηρο, Ησίοδο, Θέογνι και με τη μορφή αφνεός στους λυρικούς και τραγικούς ποιητές].