Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
αὔλιον, το (Α) αυλή
1. στάβλος, μαντρί
2. αγροτική κατοικία
3. σπηλιά.