αἱματοποιός
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
blood-making; v. αἱματοποιητικός.
Spanish (DGE)
-όν
que produce sangre, δύναμις Gal.7.213, ὄνυξ Sch.E.Hec.90.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματοποιός: -όν, = αἱματοποιητικός, Ἑρμ. Τρισμ. Ἰατρομ. σ. 37.