αὐτοδιήγητος

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοδιήγητος Medium diacritics: αὐτοδιήγητος Low diacritics: αυτοδιήγητος Capitals: ΑΥΤΟΔΙΗΓΗΤΟΣ
Transliteration A: autodiḗgētos Transliteration B: autodiēgētos Transliteration C: aftodiigitos Beta Code: au)todih/ghtos

English (LSJ)

αὐτοδιήγητον, narrated in the first person, opp. dialogue, D.L.9.111.

Spanish (DGE)

-ον
narrado por uno mismo o en primera persona op. a ‘en forma de diálogo’ ἑρμηνεία D.L.9.111.

German (Pape)

[Seite 397] selbst erzählend, wie αὐτοπρόσωπος, nicht von Andern erzählen lassend, D. L. 9, 111.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοδιήγητος: -ον, ἐξιστορούμενος ἀπ’ ἐυθείας, πρωτοπροσώπως, οὐχὶ ἐν σχήματι διαλόγου, Διογ. Λ. 9. 111· αὐτοδιηγούμενος, η ον, αὐτοπροσώπως διηγούμενος, αὐτόθι.

Greek Monolingual

αὐτοδιήγητος, -ον (Α)
αυτός που εξιστορείται σε πρώτο πρόσωπο.