αὐτοποδητί
From LSJ
English (LSJ)
Adv. = αὐτοποδί, Luc. Lex. 2.
Spanish (DGE)
adv. con sus propios pies, a pie αὐ. βαδίζειν ir a pie ἐπὶ τὴν ἀστράβην Luc.Lex.2, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 399] auf eigenen Füßen, Luc. Lexiph. 2.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοποδητί: adv. собственными ногами (βαδίζειν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοποδητί: Ἐπίρρ. = τῷ ἑπομ. Λουκ. Λεξιφ. 2.
Greek Monolingual
αὐτοποδητί και αὐτοποδί επίρρ. (Α)
με τα πόδια, πεζή.