αὐτοσχιδής

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσχῐδής Medium diacritics: αὐτοσχιδής Low diacritics: αυτοσχιδής Capitals: ΑΥΤΟΣΧΙΔΗΣ
Transliteration A: autoschidḗs Transliteration B: autoschidēs Transliteration C: aftoschidis Beta Code: au)tosxidh/s

English (LSJ)

αὐτοσχιδές, simply slit: simple, ὑπόδημα Hermipp. 18, cf. αὐτοσχεδές.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσχιδής: -ές, ἁπλῶς εἰργασμένος, αὐτοσχιδὲς ὑπόδημα, τὸ ἁπλῶς εἰργασμένον, Ἕρμιππος ἐν «Δημόταις»5 (Πολυδ. Ζ΄, 89).