αὐτοσχιδής
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
αὐτοσχιδές, simply slit: simple, ὑπόδημα Hermipp. 18, cf. αὐτοσχεδές.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχιδής: -ές, ἁπλῶς εἰργασμένος, αὐτοσχιδὲς ὑπόδημα, τὸ ἁπλῶς εἰργασμένον, Ἕρμιππος ἐν «Δημόταις»5 (Πολυδ. Ζ΄, 89).