Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
η (Μ βίγλα)
1. σκοπιά
2. φρουρά
νεοελλ.
1. σκοπός, φρουρός
2. ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vigilia «φυλακή» ή από το ρ. viglare < vigilare «αγρυπνώ»].