βεβαιοσύνη
From LSJ
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
Greek Monolingual
η (Α βεβαιωσύνη, Μ βεβαιοσύνη) βέβαιος
βεβαιότητα, σιγουριά
νεοελλ.
1. επικύρωση, διαβεβαίωση
2. πραγματικότητα, αλήθεια.
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
η (Α βεβαιωσύνη, Μ βεβαιοσύνη) βέβαιος
βεβαιότητα, σιγουριά
νεοελλ.
1. επικύρωση, διαβεβαίωση
2. πραγματικότητα, αλήθεια.