βεβασανισμένως
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
Adv. with severe scrutiny, Poll.6.150.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. βεβασανισσμένως Poll.6.150
adv. sobre el part. perf. de βασανίζω por medio de un examen exhaustivo β. τοὺς ἐπαγγελλομένους τὰς δυνάμεις ἐξετάσομεν ἀπὸ τοῦ βίου καὶ τοῦ ἤθους Origenes Cels.2.51, cf. 3.38, Poll.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
βεβασᾰνισμένως: ἐπίρρ. παθ. πρκμ., μετ’ αὐστηρᾶς ἐξετάσεως, ἐρεύνης. Πολυδ. Ϛʹ, 150. Ὠριγ.