βελονάγρα

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564

Greek Monolingual

η
χειρουργική λαβίδα με την οποία βγάζουν βελόνα που έχει μπει βαθιά στο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνη + -αγρα (πρβλ. ποδάγρα, χειράγρα κ.ά.)].