βιοτήσιος

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοτήσιος Medium diacritics: βιοτήσιος Low diacritics: βιοτήσιος Capitals: ΒΙΟΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: biotḗsios Transliteration B: biotēsios Transliteration C: viotisios Beta Code: bioth/sios

English (LSJ)

βιοτήσιον, supporting life, ὦνος A.R. 2.1006; ναυτιλίη β. voyage of life, AP 9.208; ἴχνος ὅπου λήγει β. benndorf-Niemann Reisen in Lykien u. Karien p.79.

Spanish (DGE)

-ον
1 procurador de comida, sustentador ὦνον ἀμείβονται βιοτήσιον intercambian mercancía por comida de pueblos no agricultores, A.R.2.1006.
2 vital, de (la) vida ναυτιλίη AP 9.208, ἴχνος ὅπου λήγει βιοτήσιον dónde acaba la huella de la existencia, TAM 2.203.3 (Sídima I/II d.C.), ὕδωρ Nonn.Par.Eu.Io.4.15, cf. 32, κυμάτων φυγόντες βιοτησίων huyendo de las olas de la vida Synes.Hymn.9.105.

German (Pape)

[Seite 446] lebenerhaltend, ὦνος Ap. Rh. 2, 1005; ναυτιλία Ep. ad. 575 (IX, 208); öfter Nonn.

Russian (Dvoretsky)

βιοτήσιος: жизненный, житейский (ναυτιλία Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βιοτήσιος: -ον, ὁ τὴν ζωὴν ὑποστηρίζων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1006.

Greek Monolingual

βιοτήσιος, -ον (Α) βίοτος ή βιοτή
αυτός που διατηρεί τη ζωή.