βολιδοσκοπώ

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

(-έω)
1. εξετάζω με βολίδα τον βυθό της θάλασσας
2. προσπαθώ με τρόπο να εξιχνιάσω τις διαθέσεις ή σκέψεις κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βολίς (-ίδα) + -σκοπώ (< -σκοπος < σκοπός). Η λ. βολιδοσκοπώ μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικ. Κοντόπουλου].