βομβικός
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
v. sub βομβητικός.
Greek Monolingual
βομβικός, -ή, -όν (Α) βόμβος
αυτός που κάνει βόμβο.
German (Pape)
= βομβήεις, Schol. Pind.