βουβαίνω

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

βουβός
1. καθιστώ κάποιον βουβό, άλαλο
2. αποστομώνω κάποιον
3. μέσ. γίνομαι βουβός, χάνω τη φωνή μου.