βουκέντης

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκέντης Medium diacritics: βουκέντης Low diacritics: βουκέντης Capitals: ΒΟΥΚΕΝΤΗΣ
Transliteration A: boukéntēs Transliteration B: boukentēs Transliteration C: voukentis Beta Code: bouke/nths

English (LSJ)

βουκέντου, ὁ, goader of oxen, ox-driver, Diogenian.7.86.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ boyero Diogenian.1.7.86.

German (Pape)

[Seite 456] ὁ, Rinder stachelnd, antreibend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βουκέντης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς βοῦς κεντῶν, βοηλάτης, Διογενειαν. 7. 86.

Greek Monolingual

βουκέντης, ο (Α)
1. αυτός που κεντρίζει τα βόδια κατά το όργωμα
2. η βουκέντρα.