βουκολώ

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

βουκολῶ (-έω) (AM) βουκόλος
Ι. βόσκω βόδια
αρχ.
1. φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον
2. λατρεύω κάποιον (θεό)
3. καθησυχάζω, ξεγελώ
II. βουκολούμαι
1. (για ζώα) οδηγούμαι στη βοσκή, βόσκω
2. (για ουράνια σώματα) διαγράφω τροχιά στον ουρανό
3. εξαπατώ
4. φρ. «βουκολοῦμαι ἐλπίσιν» — ξεγελώ τον εαυτό μου με ελπίδες.