βουκολώ
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
βουκολῶ (-έω) (AM) βουκόλος
Ι. βόσκω βόδια
αρχ.
1. φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον
2. λατρεύω κάποιον (θεό)
3. καθησυχάζω, ξεγελώ
II. βουκολούμαι
1. (για ζώα) οδηγούμαι στη βοσκή, βόσκω
2. (για ουράνια σώματα) διαγράφω τροχιά στον ουρανό
3. εξαπατώ
4. φρ. «βουκολοῦμαι ἐλπίσιν» — ξεγελώ τον εαυτό μου με ελπίδες.