βουτηχτής

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek Monolingual

ο βουτώ
1. ο δύτης
2. δύτης ειδικός στη σπογγαλιεία
3. κλέφτης, λωποδύτης
4. όποιος κάνει απρόκλητος άσεμνες χειρονομίες σε γυναίκα.