βούρκωμα

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

το βουρκώνω
1. η ρύπανση με βούρκο ή λάσπη
2. η θόλωση του νερού
3. η θόλωση του ουρανού
4. η θόλωση των ματιών.