βωμιαῖος
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (LSJ)
α, ον, = βωμικός (of an altar), S.Fr.38.
Spanish (DGE)
-α, -ον relativo al altar S.Fr.38.
German (Pape)
= βώμιος, Soph. frg.
Russian (Dvoretsky)
βωμιαῖος: Soph. = βώμιος.
Greek (Liddell-Scott)
βωμιαῖος: -α, -ον, σπανιώτερος τύπος ἀντὶ του ἑπομ., Σοφ. Ἀποσπ. 36.