γήρας
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
(-ατος), το (AM γῆρας)
η γεροντική ηλικία, τα γεράματα
αρχ.-μσν.
1. τέλος, φθορά
2. το παλιό δέρμα του φιδιού, το φιδοπουκάμισο
αρχ.
κέλυφος τών οστρακόδερμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. γήρας, γηράσκω και γηράω συνδέονται με το γέρας, που είναι το παλαιότερο ουσιαστικό αυτής της οικογένειας. Αντίθετα προς το γέρας που διατήρησε τη σημασία της «τιμής», η αρχική έννοια της «γηραιότητας» διατηρήθηκε στον παράλληλο τ. γήρας και στον ρηματικό τ. γηράσκω τών οποίων το ριζικό φωνήεν, όπως και σε άλλους ρηματικούς τύπους, εμφανίζεται παρεκτεταμένο. Υποστηρίχθηκε η άποψη ότι η μακρότητα του ριζικού φωνήεντος είναι αναλογική προς τους τύπους ήβη, ηβαίω, που έχουν αντίθετη έννοια. Πιθανότερη όμως είναι η απόδοση της ύπαρξης του μακρού φωνήεντος σε αρχικό αθέματο αόριστο εγήρα (πρβλ. αρχ. ινδ. jari-mάn - [με βραχύ φωνήεν] «γηραιότητα», jāri-suh [με μακρό φωνήεν], τ. του αορίστου)].