γαλατιανός

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. λευκός σαν γάλα, γαλατένιος
2. το θηλ. ως επίθ. «Παναγία η Γαλατιανή (ή Γαλαταριά, Γαλούσα, Γαλατούσα)» — εκείνη που δωρίζει άφθονο γάλα στις γυναίκες που θηλάζουν.