γαλόνι

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

(I)
το
1. στενή ταινία, σιρίτι, ραμμένο επάνω στα μανίκια ή στους ώμους στολής αξιωματικού ή υπαξιωματικού, για να δείχνει τον βαθμό του
2. φρ. α) «έχει πλάκα τα γαλόνια» — έχει μεγάλο βαθμό
β) «πήρε ένα γαλόνι» — προήχθη στον αμέσως ανώτερο βαθμό
γ) «του ξήλωσαν τα γαλόνια» — τον καθήρεσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gallone «γαλόνι, σιρίτι»].
(II)
το
μέτρο χωρητικότητας στερεών και υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) gallon].