γαστρίδιο

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

το (Α γαστρίδιον) γαστήρ
νεοελλ.
1. κύριο στάδιο της εμβρυϊκής ανάπτυξης τών μεταζώων
2. γένος Αγγειόσπερμων Μονοκότυλων φυτών
αρχ.
η κοιλίτσα.