γδύνω

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

Ι. 1. αφαιρώ τα ενδύματα, γυμνώνω
2. κλέβω, αφαιρώ από κάποιον τα κινητά υπάρχοντα του, τον απογυμνώνω
3. εξαντλώ κάποιον οικονομικά
4. (για σπαθί) γυμνώνω, βγάζω απ' τη θήκη
II. γδύνομαι
βγάζω τα ρούχα μου, όλα ή μερικά απ' αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. γδύνω < αρχ. εκδύνω, ιων. τ. του εκδύω].