γειτνιώ

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263

Greek Monolingual

γειτνιῶ, -άω (AM)
1. είμαι κοντινός, γειτονεύω
2. μοιάζω με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γείτων (-ονος), με μηδενισμένη βαθμίδα θέματος. Ο τ. γειτνία θεωρείται μεταρρηματικό παράγωγο του γειτνιώ, ενώ είχε υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη, ότι δηλ. το ρ. γειτνιώ < γειτνία < γείτων (-ονος)].