γειτνία
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ, = γειτονία 1, Hp.Ep.23, OGI383.98 (Commagene): in plural, adjoining areas, PTeb.14.10 (ii B. C.), PAvrom.2 A8 (i B. C.), PAmh.2.68.4 (i A. D.), etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Ep.23
• Grafía: graf. frec. en pap. γιτν-
1 vecindad, proximidad c. gen. διορίζουσιν ὀφθαλμῶν γειτνίην Hp.l.c., οἱ ἐν γιτνίᾳ μου ὄντες mis vecinos, PFlor.319.5 (II d.C.), cf. Hsch.
2 barrio ὡς ἥρμοζεν ἑκάστοις κατὰ γιτνίαν IGLS 1.98 (Comagena I a.C.).
3 plu. lindes, límites de terrenos (ἄρουραι) ὧν αἱ [γε] ιτνίαι πρό[κει] νται διὰ τῆς συγγραφῆς SB 4010.3 (II a.C.), cf. PAmh.51.16 (I a.C.), FDE 287.2 (II a.C.), BGU 94.25 (III d.C.) en BL 7.10.
German (Pape)
[Seite 478] ἡ, = γειτονία, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
γειτνία: ἡ, = γειτονία, Ἱππ. Ἐπιστ. 1289. 13, Α. Β. 32.
Greek Monolingual
γειτνία, η (AM)
μσν.
συνοικία μιας πόλης, γειτονιά
αρχ.
1. η γειτνίαση, το να γειτονεύει κανείς με κάποιον άλλο
2. η ομοιότητα
3. οι γείτονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γείτων (-ονος), με μηδενισμένη βαθμίδα θέματος ή < γειτνιώ, με υποχωρητικό σχηματισμό].