γεροδένω

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

1. δένω στερεά
2. (για υποθέσεις ή δουλειές) οργανώνω καλά, εξασφαλίζω
3. (μτχ.) γεροδεμένος, -η, -ο
α) (για πράγματα) στερεός
β) (για άνθρωπο) λεβεντόκορμος, ρωμαλέος, αθλητικός.