γκλίτσα

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

και γλίτσα και κλίτσα, η
ποιμενικό ραβδί με γυριστή, κυρτή λαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγκλίτσα με αποβολή του α-].