γλωσσάς
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
Greek Monolingual
-ού, -άδικο και -άρικο και -ούδικο
1. φλύαρος
2. αυθάδης, αθυρόστομος
3. το αρσ. ως ουσ. ονομασία του πτηνού ίυγξ ο στρεψίλαιμος, ο στραβολαίμης.