γλωσσοκοπώ
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(-άω) (Μ γλωσσοκοπῶ, -έω)
νεοελλ.
1. φλυαρώ
2. συκοφαντώ
μσν.
κόβω τη γλώσσα κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -κοπώ < -κοπος < κόπτω.