ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
(-άω) (Μ γλωσσοκοπῶ, -έω)νεοελλ.1. φλυαρώ2. συκοφαντώμσν.κόβω τη γλώσσα κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -κοπώ < -κοπος < κόπτω.