γλωσσοκοπώ

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485

Greek Monolingual

(-άω) (Μ γλωσσοκοπῶ, -έω)
νεοελλ.
1. φλυαρώ
2. συκοφαντώ
μσν.
κόβω τη γλώσσα κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -κοπώ < -κοπος < κόπτω.