γλωσσολόγιο
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
το
επίτομο λεξικό μιας γλώσσας, λεξιλόγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -λόγιο < λόγος < λέγω. Η λ. γλωσσολόγιον, το μαρτυρείται από το 1888 στον Αλ. Πασπάτη].