γλωσσοπύρσευτος

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσοπύρσευτος: -ον, ὁ ἔχων εἶδος πεπυρσευμένων γλωσσῶν, Ἰω. Δαμ. 1, 680.

Greek Monolingual

γλωσσοπύρσευτος, -ον (Μ)
αυτός που έχει σχήμα πύρινων γλωσσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πυρσεύω «βάζω φωτιά, καίω, πυρπολώ»].