γλωττικός
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
English (LSJ)
γλωττική, γλωττικόν, of the tongue, τὸ γ. (sc. ὄργανον) Arist.PA683a21.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
subst. τὸ γ. lo que hace las veces de lengua en los insectos, Arist.PA 683a21.
German (Pape)
zur Zunge gehörig, κέντρον Arist. part.anim. 4.6.
Russian (Dvoretsky)
γλωττικός: язычный (ὄργανον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
γλωττικός: -ή, -όν, τῆς γλώσσης, τὸ γλ. ὄργανον Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 6, 13.
Greek Monolingual
-ή, -όν (Α)
βλ. γλωσσικός.